-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
Στιλ — Ν φρ. «Στιλ νόσος» ιατρ. η ρευματοειδής αρθρίτιδα τών παιδιών που επιδρά στον ρυθμό ανάπτυξης τών οστών … Dictionary of Greek
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek
παραπρωτεΐνη — η (βιοχ.) κάθε μη φυσιολογική σφαιρίνη τού ορού τού αίματος, όπως είναι η κρυοσφαιρίνη, ο ρευματοειδής παράγοντας και οι ανώμαλες μακροσφαιρίνες … Dictionary of Greek
αυτοαλλεργικές νόσοι — Έτσι ονομάζονται οι αρρώστιες στη διάρκεια των οποίων η βλάβη ή η καταστροφή ιστών είναι αποτέλεσμα ανοσολογικής αντίδρασης αυτοαντισωμάτων. Οι α.ν. διακρίνονται σε ειδικές και όχι ειδικές του οργάνου που υποφέρει. Οι πρώτες χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
ιντερλευκίνες — Ομάδα πρωτεϊνών που ανήκουν στις κυτταροκίνες, δηλαδή στη μεγάλη κατηγορία διαλυτών μορίων που είναι υπεύθυνα για την επικοινωνία των κυττάρων κατά τη διάρκεια των ανοσοποιητικών αποκρίσεων. Συμβολίζονται ως IL· μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί… … Dictionary of Greek
οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την … Dictionary of Greek
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek